Dairymaid
volume
British pronunciation/dˈe‍əɹɪmˌe‍ɪd/
American pronunciation/dˈɛɹɪmˌeɪd/

Ορισμός και Σημασία του "dairymaid"

01

a woman who works in a dairy

word family

dairymaid

dairymaid

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store