Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alcohol-dependent
/ˈælkəhˌɑːldɪpˈɛndənt/
/ˈalkəhˌɒldɪpˈɛndənt/
alcohol-dependent
01
εθισμένος στο αλκοόλ, αλκοολικός
addicted to alcohol
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εθισμένος στο αλκοόλ, αλκοολικός