LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Daftly
/dˈaftli/
/dˈæftli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "daftly"
daftly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a mildly insane manner
word family
daft
daft
Adjective
daftly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
daft as a brush
daft
dafla
daffodil garlic
daffodil
daftness
dag
dag hammarskjold
dag hjalmar agne carl hammarskjold
dagame
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App