Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cutpurse
01
πορτοφολάς, κλέφτης τσέπης
a thief who steals from the pockets or purses of others in public places
Λεξικό Δέντρο
cutpurse
cut
purse
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πορτοφολάς, κλέφτης τσέπης
Λεξικό Δέντρο
cut
purse