LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cuticular
/kjuːtˈɪkjʊlə/
/kjuːtˈɪkjʊlɚ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cuticular"
cuticular
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to a cuticle or cuticula
word family
cuticular
cuticular
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cuticula
cuticle scissors
cuticle remover
cuticle pusher
cuticle oil
cutie
cutin
cutinize
cutis
cutlas
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App