Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
customarily
01
συνήθως, παραδοσιακά
in a way that is in accordance with established customs, traditions, or usual practices
Παραδείγματα
Gifts are customarily exchanged during the holiday season.
Τα δώρα ανταλλάσσονται συνηθισμένα κατά τη διάρκεια των διακοπών.
It is customarily expected to tip service staff in certain cultures.
Συνήθως αναμένεται να δίνεται φιλοδώρημα στο προσωπικό εξυπηρέτησης σε ορισμένες κουλτούρες.



























