Curing
volume
British pronunciation/kjˈɔːɹɪŋ/
American pronunciation/ˈkjʊɹɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "curing"

01

the process of becoming hard or solid by cooling or drying or crystallization

word family

curing

curing

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store