LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Curdled
/kˈɜːdəld/
/kˈɜːdəld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "curdled"
curdled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
πηγμένο
transformed from a liquid into a soft semisolid or solid mass
coagulate
coagulated
grumose
grumous
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App