Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cupidity
01
πλεονεξία
the strong desire for attaining a lot of money or material goods
Παραδείγματα
His cupidity drove him to make unethical business deals.
Η απληστία του τον οδήγησε να κάνει ανήθικες επιχειρηματικές συμφωνίες.
The company ’s downfall was a result of unchecked cupidity.
Η πτώση της εταιρείας ήταν το αποτέλεσμα αχαλίνωτης απληστίας.
Λεξικό Δέντρο
cupidity
cupid



























