LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cunctator
/kʌŋktˈeɪtə/
/kʌŋktˈeɪɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cunctator"
Cunctator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who postpones work (especially out of laziness or habitual carelessness)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cunctation
cumulus cloud
cumulus
cumulous
cumulonimbus cloud
cuneal
cuneate
cuneate leaf
cuneiform
cuneus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App