Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cry out for
[phrase form: cry]
01
απαιτώ με έμφαση, ζητώ με επιμονή
to strongly demand or require attention, action, or a particular response
Παραδείγματα
The dilapidated old house cried out for renovations with its peeling paint and crumbling walls.
Το ετοιμόρροπο παλιό σπίτι ζητούσε ανακαινίσεις με την ξεφλουδισμένη βαφή και τους καταρρέοντες τοίχους.
The urgent humanitarian crisis in the region cries out for immediate international intervention.
Η επείγουσα ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή απαιτεί άμεση διεθνή παρέμβαση.



























