LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crowd together
/kɹˈaʊd təɡˈɛðə/
/kɹˈaʊd təɡˈɛðɚ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "crowd together"
to crowd together
ΡΉΜΑ
01
to gather together in large numbers
word family
crowd together
crowd together
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
crowd out
crowd control
crowd around
crowd
crowberry family
crowd work
crowd-surfing
crowded
crowdfund
crowdie
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App