LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crow pheasant
/kɹˈəʊ fˈɛzənt/
/kɹˈoʊ fˈɛzənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "crow pheasant"
Crow pheasant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
common coucal of India and China
word family
crow pheasant
crow pheasant
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
crow garlic
crow corn
crow blackbird
crow
crouton
crow step
crow's feet
crow's nest
crow-bait
crow-sized
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App