LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crosse
/kɹˈɒs/
/ˈkɹɑs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "crosse"
Crosse
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a long racket with a triangular frame; used in playing lacrosse
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
crosscut saw
crosscut handsaw
crosscut
crosscurrent
crosscheck
crossed
crossed eye
crosses are ladders that lead to heaven
crossfire
crossfit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App