Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cross street
01
εγκάρσιος δρόμος, κάθετος δρόμος
a street that intersects with another street, usually at right angles
Παραδείγματα
They waited at the corner for traffic on the cross street to clear.
Περίμεναν στη γωνία να αδειάσει η κυκλοφορία στον εγκάρσιο δρόμο.
She crossed the cross street to reach the park.
Πέρασε τον εγκάρσιο δρόμο για να φτάσει στο πάρκο.



























