LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crafter
/kɹˈaftə/
/kɹˈæftɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "crafter"
Crafter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a creator of great skill in the manual arts
word family
craft
craft
Verb
crafter
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
craft union
craft stick
craft fair
craft beer
craft
craftily
craftiness
crafting
craftivism
craftsman
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App