LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coyness
/kˈɔɪnəs/
/kˈɔɪnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "coyness"
Coyness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the affectation of being demure in a provocative way
word family
coy
coy
Adjective
coyness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
coyly
coydog
coy
coxswain
coxsackievirus
coyol
coyol palm
coyote
coyote brown
coyote brush
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App