Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Coward
01
δειλός, φυγόπονος
a person who is not brave to do things that other people find unchallenging
Παραδείγματα
The coward ran away from the battle, leaving his comrades to face the enemy alone.
Ο δειλός έφυγε από τη μάχη, αφήνοντας τους συντρόφους του να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τον εχθρό.
Do n't be a coward; stand up for what you believe in.
Μην είσαι δειλός; υπερασπίσου ό,τι πιστεύεις.
Λεξικό Δέντρο
cowardly
cowardly
coward



























