Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Count noun
01
μετρήσιμο ουσιαστικό, ουσιαστικό που σχηματίζει πληθυντικό
(grammar) a noun that forms a plural and a singular
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μετρήσιμο ουσιαστικό, ουσιαστικό που σχηματίζει πληθυντικό