LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Councillorship
/kˈaʊnsɪləʃˌɪp/
/kˈaʊnsɪlɚʃˌɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "councillorship"
Councillorship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the position of council member
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
councillor
council tax
council table
council on environmental policy
council of vienne
councilman
councilorship
councils of war never fight
councilwoman
counsel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App