LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Air traveller
/ˈeə tɹˈavələ/
/ˈɛɹ tɹˈævəlɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "air traveller"
Air traveller
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who travels by airplane
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
air traveler
air travel
air transportation system
air transportation
air transport
air unit
air vent
air wave
air well
air-breathing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App