vel
vel
vəl
βαλ
British pronunciation
/ˈeə tɹˈavəl/

Ορισμός και σημασία του "air travel"στα αγγλικά

01

αεροπορικό ταξίδι

a way of transport that involves an aircraft
air travel definition and meaning
example
Παραδείγματα
Air travel has become increasingly popular due to its speed and efficiency compared to other forms of transportation.
Τα αεροπορικά ταξίδια έχουν γίνει όλο και πιο δημοφιλή λόγω της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητάς τους σε σύγκριση με άλλα μέσα μεταφοράς.
Many people choose air travel for long-distance trips, as it allows them to reach their destination in a matter of hours.
Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν αεροπορικά ταξίδια για μεγάλες αποστάσεις, καθώς τους επιτρέπει να φτάσουν στον προορισμό τους σε λίγες ώρες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store