Cornered
volume
British pronunciation/kˈɔːnəd/
American pronunciation/ˈkɔɹnɝd/

Ορισμός και Σημασία του "cornered"

01

forced to turn and face attackers

word family

corner

corner

Verb

cornered

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store