Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corncrake
01
ορτυκομάνα, νεροκοτσέλι
a Eurasian bird of the rail family, with a loud call and no tail that makes its nest on the ground
Λεξικό Δέντρο
corncrake
corn
crake
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ορτυκομάνα, νεροκοτσέλι
Λεξικό Δέντρο
corn
crake