LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Corn sugar
/kˈɔːn ʃˈʊɡə/
/kˈɔːɹn ʃˈʊɡɚ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "corn sugar"
Corn sugar
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
dextrose used as sweetening agent
02
dextrose made by hydrolysis of cornstarch
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
corn stalk
corn spurry
corn spurrey
corn speedwell
corn snow
corn syrup
corn tash
corn whiskey
corn whisky
cornaceae
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App