Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Air hostess
01
αεροσυνοδός, στεγιονέσσα
a woman on the staff of an airplane who serves the passengers on the flight
Dialect
British
Παραδείγματα
The air hostess served refreshments to the passengers during the flight.
Η αεροσυνοδός σέρβιρε αναψυκτικά στους επιβάτες κατά τη διάρκεια της πτήσης.
She worked as an air hostess for several years before becoming a flight supervisor.
Δούλεψε ως αεροσυνοδός για αρκετά χρόνια πριν γίνει επιτηρήτρια πτήσης.



























