Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corbel
01
προεξοχή, κορνίζα
a piece of stone or wood protruding from a wall, supporting its above structure
to corbel
01
εξοπλίζω με προβόλου, τοποθετώ προβόλου
furnish with a corbel
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προεξοχή, κορνίζα
εξοπλίζω με προβόλου, τοποθετώ προβόλου