Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cooking
01
μαγείρεμα, παρασκευή τροφίμων
the act of preparing food by heat or mixing different ingredients
Dialect
American
Παραδείγματα
He found cooking to be a great stress-reliever.
Βρήκε ότι το μαγείρεμα είναι ένας εξαιρετικός αναχαλαρωτικός.
Her cooking always receives compliments at family gatherings.
Η μαγειρική της λαμβάνει πάντα κομπλιμέντα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Λεξικό Δέντρο
cooking
cook



























