LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Contract in
/kˈɒntɹakt ˈɪn/
/kˈɑːntɹækt ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "contract in"
to contract in
ΡΉΜΑ
01
consent in writing to pay money to a trade union for political use
contract out
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
contract bridge
contract
contraclockwise
contraceptive pill
contraceptive method
contract killing
contract of adhesion
contract of hazard
contract offer
contract out
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App