Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contraband
01
λαθρεμπορικός, παράνομος
relating to illegally transported or held goods
Παραδείγματα
Items like firearms or explosives are absolutely contraband on airplanes for safety.
Αντικείμενα όπως πυροβόλα όπλα ή εκρηκτικές ύλες είναι απολύτως λαθρεμπόριο σε αεροπλάνα για λόγους ασφαλείας.
Police dogs are trained to detect contraband substances like narcotics or undeclared food.
Τα αστυνομικά σκυλιά εκπαιδεύονται να εντοπίζουν λαθραία ουσίες όπως ναρκωτικά ή μη δηλωμένα τρόφιμα.
Contraband
01
λαθρεμπόριο, απαγορευμένο εμπόρευμα
goods or items whose importation, exportation, or possession is prohibited by law
Παραδείγματα
The customs officers seized a shipment of contraband at the border.
Οι τελωνειακοί κατάσχεσαν μια αποστολή λαθρεμπορίου στα σύνορα.
He was arrested for attempting to smuggle contraband into the country.
Συνελήφθη για την απόπειρα λαθρεμπορίου λαθρεμπορευόμενων αγαθών στη χώρα.
Λεξικό Δέντρο
contraband
contra
band



























