Constipate
volume
British pronunciation/kˈɒnstɪpˌeɪt/
American pronunciation/ˈkɑnstəˌpeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "constipate"

to constipate
01

cause to be constipated

02

impede with a clog or as if with a clog

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store