Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Constituency
01
εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμα
a group of people in a specific area who elect a representative to a legislative position
Παραδείγματα
The candidate promised to address the concerns of their entire constituency.
Ο υποψήφιος υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες ολόκληρης της εκλογικής του περιφέρειας.
The constituency voiced strong support for the proposed legislation.
Η εκλογική περιφέρεια εξέφρασε ισχυρή υποστήριξη για την προτεινόμενη νομοθεσία.
Λεξικό Δέντρο
constituency
constitute



























