Consonantal
volume
British pronunciation/kˈɒnsənˌantəl/
American pronunciation/ˌkɑnsəˈnɑnəɫ/, /ˌkɑnsəˈnɑntəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "consonantal"

consonantal
01

being or marked by or containing or functioning as a consonant

02

relating to or having the nature of a consonant

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store