Consociate
volume
British pronunciation/kənsˈəʊsɪˌeɪt/
American pronunciation/kənsˈoʊsɪˌeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "consociate"

to consociate
01

bring or come into association or action

word family

consociate

consociate

Verb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store