LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Consociate
/kənsˈəʊsɪˌeɪt/
/kənsˈoʊsɪˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "consociate"
to consociate
ΡΉΜΑ
01
bring or come into association or action
word family
consociate
consociate
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
consistory
consistently
consistent
consistency
consistence
consolable
consolation
consolatory
console
console table
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App