LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Conjuring
/kˈʌndʒəɹɪŋ/
/ˈkɑndʒɝɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "conjuring"
Conjuring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
calling up a spirit or devil
word family
conjure
conjure
Verb
conjuring
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
conjurer
conjure up
conjure man
conjure
conjuration
conjuring trick
conjury
conk
conk out
conker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App