LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Concretise
/kˈɒŋkɹɪtˌaɪz/
/kˈɑːŋkɹɪtˌaɪz/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "concretise"
to concretise
ΡΉΜΑ
01
become specific
word family
con
crete
concrete
concrete
Noun
concretise
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
concretion
concreteness
concretely
concrete wall
concrete vibrator
concretism
concretistic
concretize
concubinage
concubine
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App