Concessionaire
volume
British pronunciation/kənsˈɛʃənˈeə/
American pronunciation/kənˌsɛʃəˈnɛɹ/

Ορισμός και Σημασία του "concessionaire"

Concessionaire
01

someone who holds or operates a concession

word family

concession
aire
concessionaire

concessionaire

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store