Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
computer keyboard
/kəmpjˈuːɾɚ kˈiːboːɹd/
/kəmpjˈuːtə kˈiːbɔːd/
Computer keyboard
01
πληκτρολόγιο υπολογιστή, πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή
a device with a set of keys used to input data into a computer by typing
Παραδείγματα
She spilled coffee on her computer keyboard and had to replace it.
Έχυσε καφέ στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή της και έπρεπε να το αντικαταστήσει.
The computer keyboard stopped working after being dropped.
Το πληκτρολόγιο υπολογιστή σταμάτησε να λειτουργεί μετά την πτώση.



























