Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
complemental
01
συμπληρωματικός, επιπρόσθετος
serving to complete or enhance something by adding qualities that are lacking or needed
Παραδείγματα
The two artists ' styles are complemental, blending seamlessly to create a cohesive masterpiece.
Τα στυλ των δύο καλλιτεχνών είναι συμπληρωματικά, συνδυάζονται απρόσκοπτα για να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό αριστούργημα.
The new software features are complemental to the existing system, improving its overall functionality.
Οι νέες λειτουργίες του λογισμικού είναι συμπληρωματικές στο υπάρχον σύστημα, βελτιώνοντας τη συνολική του λειτουργικότητα.
Λεξικό Δέντρο
complemental
complement



























