LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Agreed
/ɐɡɹˈiːd/
/əˈɡɹid/
Adjective (1)
Interjection (1)
Ορισμός και Σημασία του "agreed"
agreed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σύμφωνος
having the same opinion about something
in agreement(p)
agreed
ΕΠΙΦΏΝΗΜΑ
01
σύμφωνος
used to express concurrence or approval with a statement, suggestion, or decision
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App