LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Common sage
/kˈɒmən sˈeɪdʒ/
/kˈɑːmən sˈeɪdʒ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "common sage"
Common sage
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
shrubby plant with aromatic greyish-green leaves used as a cooking herb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
common rush
common roundworm
common rorqual
common room
common reed
common salt
common scold
common scoter
common scurvy grass
common seal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App