Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to come forth
[phrase form: come]
01
εμφανίζομαι, βγαίνω
to appear, emerge, or be revealed
Παραδείγματα
The magician waved his wand, and a dove came forth from his hat.
Ο μάγος κούνησε το ραβδί του, και ένα περιστέρι βγήκε από το καπέλο του.
As the investigation progressed, new evidence began to come forth, shedding light on the case.
Καθώς η έρευνα προχωρούσε, νέα στοιχεία άρχισαν να εμφανίζονται, ρίχνοντας φως στην υπόθεση.
02
προέρχομαι, απορρέω
to be the direct result or consequence of something
Παραδείγματα
The success of the project came forth from the team's diligent efforts and effective collaboration.
Η επιτυχία του έργου προέκυψε από τις επιμελείς προσπάθειες της ομάδας και την αποτελεσματική συνεργασία.
Innovation and creativity often come forth from an environment that encourages and fosters new ideas.
Η καινοτομία και η δημιουργικότητα συχνά προέρχονται από ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει και τροφοδοτεί νέες ιδέες.



























