LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Colutea
/kˈɒluːtˌiə/
/kˈɑːluːtˌiə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "colutea"
Colutea
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
small genus of Eurasian shrubs with yellow flowers and bladdery pods
word family
colutea
colutea
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
columnlike
columnist
columniform
columniation
columned
colutea arborescens
colymbiformes
colza
colza oil
coma
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App