LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Columnar
/kˈɒləmnˌɑː/
/kˈɑːləmnˌɑːɹ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "columnar"
columnar
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
characterized by columns
02
having the form of a column
word family
columnar
columnar
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
column inch
column chromatography
column
columella
columbus day
columnar cell
columnar epithelial cell
columnea
columned
columniation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App