LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coital
/kˈɔɪtəl/
/kˈɔɪɾəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "coital"
coital
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to coitus or copulation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
coir
cointreau
coinsure
coinsurance
coiner
coition
coitus
coitus interruptus
coke
col
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App