Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Coinage
01
νεολογισμός, δημιουργία λέξεων
the process of inventing a word
1.1
νεολογισμός, νέο εφευρεθείσα λέξη
a newly invented word or phrase
02
νομίσματα, νομισματοκοπία
coins collectively
Λεξικό Δέντρο
coinage
coin



























