Cogitative
volume
British pronunciation/kˈɒdʒɪtˌeɪtɪv/
American pronunciation/kˈɑːdʒᵻtˌeɪɾɪv/

Ορισμός και Σημασία του "cogitative"

cogitative
01

of or relating to having capacities for cogitation

02

given to cogitation

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store