Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Coffee bar
01
καφε-μπαρ, καφετέρια
a cafe or bar where one can buy non-alcoholic drinks and light snacks
Παραδείγματα
The new coffee bar in town offers a variety of specialty brews and cozy seating for customers to relax.
Το νέο καφέ μπαρ στην πόλη προσφέρει μια ποικιλία ειδικών ροφημάτων και άνετες θέσεις για να χαλαρώσουν οι πελάτες.
She loves meeting friends at the coffee bar to catch up over a steaming cup of cappuccino.
Αγαπά να συναντά φίλους στο καφέ μπαρ για να συζητήσουν πίνοντας ένα καυτό καπουτσίνο.



























