Coexisting
volume
British pronunciation/kˌə‍ʊɛɡzˈɪstɪŋ/
American pronunciation/ˌkoʊɪɡˈzɪstɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "coexisting"

coexisting
01

existing at the same time

word family

exist

exist

Verb

existing

Adjective

coexisting

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store