LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cod oil
/kˈɒd ˈɔɪl/
/kˈɑːd ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cod oil"
Cod oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an inferior cod-liver oil that is used in leather manufacturing
word family
cod oil
cod oil
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cod liver oil
cod gray
cod
cocytus
cocuswood
cod-liver oil
coda
codariocalyx
codariocalyx motorius
coddle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App